χτίκιασμα

χτίκιασμα
το, -ατος
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτικιάζω, φυματίωση, χτικιό.
2. ταλαιπωρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χτίκιασμα — το, Ν [χτικιάζω] 1. προσβολή από φυματίωση 2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτίκιασμα αυτή η δουλειά») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”